1 διαβιβρωσκω
(πάντῃ διαβεβρῶσθαι Plat.; γαγγραίναις διαβρωθείς Plut.)
(τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > διαβιβρωσκω